Πεδίο εφαρμογής της διαδικασίας διαταγής πληρωμής
- Αστικές και εμπορικές υποθέσεις: διαφορές ιδιωτικού δικαίου, εφόσον ο νόμος δεν τις υπαγάγει σε άλλα δικαστήρια (άρθρο 1 Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας).
- Είδη απαιτήσεων που γίνονται δεκτές (εφόσον το οφειλόμενο ποσό αποδεικνύεται από δημόσιο ή ιδιωτικό έγγραφο):
- Χρηματικές απαιτήσεις ή απαιτήσεις παροχής χρεογράφων δηλαδή απαιτήσεις από επιταγές.
- Συναλλαγματικές.
- Γραμμάτια σε διαταγή.
Η διαδικασία έκδοσης διαταγής πληρωμής είναι προαιρετική καθώς υπάρχει πάντα η δυνατότητα για τον δανειστή να ασκήσει τακτική αγωγή με την οποία ξεκινά διαγνωστική δίκη της απαίτησής του, μετά από την οποία εκδίδεται δικαστική απόφαση, σε αντίθεση με την διαδικασία έκδοσης διαταγής πληρωμής, κατά την οποία εκδίδεται η διαταγή πληρωμής, η οποία δεν αποτελεί δικαστική απόφαση αλλά εκτελεστό τίτλο [άρθρο 631 ΚΠολΔ].
Δεν είναι δυνατό να εκδοθεί διαταγή πληρωμής (και αν εκδοθεί είναι άκυρη), αν η επίδοσή της πρόκειται να γίνει σε πρόσωπο που διαμένει στο εξωτερικό ή η διαμονή του είναι άγνωστη, εκτός αν το πρόσωπο αυτό έχει νόμιμα διορίσει αντίκλητο στην Ελλάδα (άρθρο 624 Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας). Κρίσιμος τόπος είναι αυτός που ο οφειλέτης είναι σωματικά [corpore] εγκατεστημένος κατά τον χρόνο επίδοσης.
Αρμόδιο δικαστήριο
Για χρηματική απαίτηση έως (είκοσι χιλιάδες) 20.000 ευρώ υλικά αρμόδιος είναι ο Ειρηνοδίκης ενώ για όλες τις υπόλοιπες χρηματικές απαιτήσεις, ο Δικαστής του Μονομελούς Πρωτοδικείου. Η τοπική αρμοδιότητα, δηλαδή το κατά τόπον αρμόδιο Δικαστήριο, προσδιορίζεται με βάση τις γενικές διατάξεις της τοπικής αρμοδιότητας δηλαδή με βάση τις διατάξεις των άρθρων 22 μέχρι και 41 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας. Με βάση τις διατάξεις αυτές, για παράδειγμα, αρμόδιο κατά τόπον μπορεί να είναι το Δικαστήριο [Ειρηνοδικείο ή Μονομελές Πρωτοδικείο] της κατοικίας του οφειλέτη, ή του τόπου έκδοσης του πιστωτικού τίτλου [πχ επιταγής] ή του τόπου αποδοχής ή πληρωμής της συναλλαγματικής.
Τυπικές απαιτήσεις
Η αίτηση γίνεται:
Α) προφορικά ενώπιον του Ειρηνοδίκη, με τη σύνταξη σχετικής εκθέσεως (άρθρα 626 παρ. 1 σε συνδυασμό με 215 παρ. 2 Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας) χωρίς να αποκλείεται (προαιρετικά) η υποβολή γραπτής αίτησης, ή
Β) υποχρεωτικά εγγράφως στο Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου, με γραπτή αίτηση στη γραμματεία του Μονομελούς Πρωτοδικείου που πρέπει να περιέχει:
το Δικαστήριο ενώπιον του οποίου απευθύνεται η αίτηση,
το είδος του δικογράφου,
το όνομα, επώνυμο, πατρώνυμο και την κατοικία όλων των διαδίκων: του δανειστή και του οφειλέτη και, αν πρόκειται για νομικά πρόσωπα, την επωνυμία και την έδρα τους,
το αντικείμενο του δικογράφου κατά τρόπο σαφή, ορισμένο και ευσύνοπτο, ευανάγνωστο, γραμμένο στην ελληνική γλώσσα, ή αν περιέχει ξενόγλωσσα έγγραφα , να προσκομίζεται νόμιμη μετάφρασή τους,
τη χρονολογία και την υπογραφή του διαδίκου ή του νομίμου αντιπροσώπου ή του δικαστικού πληρεξουσίου του,
τη διεύθυνση και ιδίως οδό και αριθμό της κατοικίας ή του γραφείου ή του καταστήματος του διαδίκου που ενεργεί, του νομίμου αντιπροσώπου του και του δικαστικού πληρεξουσίου του,
αίτημα για την έκδοση της διαταγής πληρωμής και
την απαίτηση και το ακριβές ποσό των χρημάτων ή των χρεογράφων με τους τυχόν οφειλόμενους τόκους των οποίων ζητείται η καταβολή.
Εφόσον η αίτηση απευθύνεται στο Μονομελές Πρωτοδικείο και αφορά απαιτήσεις ανώτερες των 20.000 ευρώ ή στο Ειρηνοδικείο για απαιτήσεις από 12.000 ευρώ μέχρι 20.000 ευρώ, απαιτείται εκπροσώπηση από δικηγόρο. Εφόσον η αίτηση γίνεται στο Ειρηνοδικείο και αφορά απαίτηση μέχρι 12.000 ευρώ, επιτρέπεται η δικαστική παράσταση του διαδίκου χωρίς πληρεξούσιο δικηγόρο (άρθρο 94 Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας).
Στην αίτηση για την έκδοση της διαταγής πληρωμής πρέπει να προσδιορίζεται έστω και πολύ συνοπτικά το είδος της δικαιοπραξίας από την οποία δημιουργήθηκε το χρέος. Το είδος της σύμβασης ή της δικαιοπραξίας γενικότερα, αποτελεί και την αιτία πληρωμής, για την οποία ειδικότερα πρέπει να αναφέρεται και το χρονικό σημείο που δημιουργήθηκε, για παράδειγμα πότε έπρεπε ο οφειλέτης να καταβάλει το αιτούμενο ποσό και δεν το έπραξε. Στη συνέχεια, η αίτηση πρέπει να αναφέρει και τα προσκομιζόμενα έγγραφα, από τα οποία, σύμφωνα με την αίτηση, προκύπτει η απαίτηση ως προς το είδος και το ποσό της.
Η απόδειξη της απαίτησης για την έκδοση της διαταγής μπορεί να γίνει μόνο με έγγραφα καθώς στη συγκεκριμένη διαδικασία η εξέταση μαρτύρων δεν επιτρέπεται. Τα έγγραφα αυτά συνυποβάλλονται με την αίτηση και παραμένουν υποχρεωτικά στη γραμματεία του Δικαστηρίου μέχρι την πάροδο της προθεσμίας ανακοπής, ώστε να μπορεί να λάβει γνώση αυτών αυτός κατά του οποίου στρέφεται η διαταγή πληρωμής – οφειλέτης της απαίτησης. Γίνονται αποδεκτά ως αποδεικτικά στοιχεία, όλα τα έγγραφα (ιδιωτικά και δημόσια) που έχουν αποδεικτική δύναμη σύμφωνα με τα άρθρα 432 – 465 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, συμπεριλαμβανομένων των χρεογράφων (πχ επιταγή, συναλλαγματική). Είναι απαραίτητο από τα αποδεικτικά αυτά έγγραφα να προκύπτουν, χωρίς καμία αμφιβολία, η ιδιότητα αλλά και τα στοιχεία [ονοματεπώνυμο] του δανειστή – δικαιούχου, η ιδιότητα και τα στοιχεία του οφειλέτη, η αιτία και το ύψος της απαίτησης.
Απόρριψη αίτησης
Η αίτηση απορρίπτεται:
Αν δεν συντρέχουν οι νόμιμες προϋποθέσεις για την έκδοση της διαταγής πληρωμής.
Αν ο αιτών δεν δίνει εξηγήσεις που ζητούνται από το Δικαστή ή δεν συμμορφώνεται στις υποδείξεις για συμπλήρωση ή διόρθωση της αίτησής του ή για τη βεβαίωση των υπογραφών των τυχόν προσκομιζομένων ιδιωτικών εγγράφων (άρθρα 628 και 627 Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας). Καθώς ο αρμόδιος Δικαστής έχει δικαίωμα να καλέσει τον αιτούντα για συμπληρώσεις, προσκόμιση εγγράφων και διορθώσεις, αν αυτός δεν συμμορφωθεί, τότε η αίτηση απορρίπτεται για τον λόγο αυτό.
Η απόρριψη σημειώνεται κάτω από την αίτηση και αναφέρεται με συντομία ο λόγος της απόρριψης. Αυτό σημαίνει ότι ο αρμόδιος Δικαστής δεν εκδίδει απόφαση και συνεπώς η εν λόγω σημείωση περί απόρριψης, δεν προσβάλλεται με κανένα ένδικο μέσο ή βοήθημα. Βεβαίως εξακολουθεί να υπάρχει δικαίωμα του αιτούντα – δανειστή να ασκήσει τακτική αγωγή για την απαίτησή του ή να υποβάλει νέα αίτηση για έκδοση διαταγής πληρωμής (άρθρο 628 παράγραφος 3 Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας). Στην περίπτωση απόρριψης της αίτησης για έκδοση διαταγής πληρωμής δεν επιτρέπεται η άσκηση έφεσης ούτε άλλου ενδίκου μέσου.
Ανακοπή
Στην περίπτωση που η αίτηση για την έκδοση διαταγή πληρωμής γίνει δεκτή και εκδοθεί διαταγή πληρωμής, ο οφειλέτης κατά του οποίου αυτή στρέφεται έχει δικαίωμα να ασκήσει ανακοπή κατά της διαταγής πληρωμής εντός δεκαπέντε (15) εργάσιμων ημερών από την επίδοση της διαταγής πληρωμής (άρθρο 632 παρ. 1 Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας). Η άσκηση της ανακοπής μπορεί να γίνει και πριν από την επίδοση της διαταγής πληρωμής.
Αρμόδιο κατά τόπο και καθ’ ύλην Δικαστήριο είναι αυτό που εξέδωσε την διαταγή πληρωμής.
Η επίδοση της ανακοπής, που πρέπει να γίνει εντός της ανωτέρω προθεσμίας των δεκαπέντε εργασίμων (15) ημερών, αλλιώς είναι απαράδεκτη, μπορεί να γίνει είτε στο δικηγόρο που υπέγραψε την αίτηση είτε στη διεύθυνση εκείνου κατά του οποίου στρέφεται και η οποία αναφέρεται στη διαταγή πληρωμής, εκτός αν έχει γνωστοποιηθεί με δικόγραφο τυχόν μεταβολή της διεύθυνσης (άρθρο 632 παράγραφος 1 εδάφιο β΄ Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας).
Αποτέλεσμα της άσκησης ανακοπής
Η άσκηση της ανακοπής δεν αναστέλλει την εκτέλεση της διαταγής πληρωμής, η οποία είναι άμεσα εκτελεστός τίτλος (άρθρο 631 Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας). Ωστόσο το Δικαστήριο που εξέδωσε τη διαταγή πληρωμής μπορεί, κατόπιν υποβολής αίτησης από αυτόν κατά του οποίου στρέφεται η διαταγή πληρωμής, να χορηγήσει αναστολή με εγγύηση ή χωρίς εγγύηση ή υπό όρους, ώσπου να εκδοθεί τελεσίδικη απόφαση για την ανακοπή που πρέπει να έχει ασκηθεί.
Για την παραδοχή της αίτησης αναστολής της εκτέλεσης της διαταγής πληρωμής, προϋποτίθενται: α] η εμπρόθεσμη άσκηση ανακοπής και β] η πιθανολόγηση ευδοκίμησης ενός τουλάχιστον λόγου ανακοπής.
Συνέπειες από τη μη άσκηση ανακοπής
Αν δεν ασκηθεί ανακοπή εμπρόθεσμα εκείνος υπέρ του οποίου έχει εκδοθεί η διαταγή πληρωμής μπορεί να επιδώσει και πάλι την διαταγή στον οφειλέτη, ο οποίος έχει μία δεύτερη ευκαιρία για την άσκηση ανακοπής. Δηλαδή έχει το δικαίωμα να ασκήσει ανακοπή εντός προθεσμίας δέκα εργασίμων ημερών από τη νέα επίδοση. Αν περάσει άπρακτη και αυτή η προθεσμία των δέκα ημερών, η διαταγή πληρωμής αποκτά δύναμη δεδικασμένου, που σημαίνει ότι η διαταγή πληρωμής αλλά και η απαίτηση είναι απολύτως έγκυρες.
Το προαναφερόμενο δεδικασμένο της εκπροθέσμως προσβληθείσας με ανακοπή, διαταγής πληρωμής είναι δυνατό να ανατραπεί πλέον μόνο με το έκτακτο ένδικο μέσο της αναψηλάφησης. Αυτό μπορεί να γίνει για απολύτως περιορισμένους, τυπικούς κυρίως λόγους, εντός ορισμένης προθεσμίας, ενώπιον του Δικαστηρίου που εξέδωσε τη διαταγή πληρωμής.
Το εκτελεστό της διαταγής
Η διαταγή πληρωμής αποτελεί τίτλο εκτελεστό από την έκδοσή της (άρθρο 631 Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας). Συνεπώς, δεν απαιτούνται άλλες ενέργειες για να καταστεί εκτελεστή, επομένως, αν δεν διαταχθεί η αναστολή εκτέλεσης, ξεκινά η διαδικασία της αναγκαστικής εκτέλεσης, συνοπτικά, ως ακολούθως:
Τίθεται στο πρωτότυπο της διαταγής πληρωμής ο εκτελεστήριος τύπος, δηλαδή στην αρχή του κειμένου της διαταγής πληρωμής, τίθεται η φράση «Στο όνομα του Ελληνικού Λαού» και στο τέλος, τίθεται η φράση «Δίδεται εντολή σε κάθε δικαστικό επιμελητή να εκτελέσει την παρούσα απόφαση κλπ…», εκδοθεί επίσημο αντίγραφό της [απόγραφο] και ακολούθως καλείται ο οφειλέτης να καταβάλει το ποσό της διαταγής πληρωμής.
Αν η διαταγή πληρωμής δεν επιδοθεί εντός δύο (2) μηνών από την έκδοσή της παύει να ισχύει (άρθρο 630 Α Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας).
Η απόφαση επί της ανακοπής δεν είναι τελεσίδικη αλλά υπόκειται σε όλα τα ένδικα μέσα.